παπαδικός

παπαδικός
-ή, -ό [παπάς / παπάδες]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπά
2. το θηλ. ως ουσ. η παπαδική
το έργο, το επάγγελμα τού παπά, η ιεροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. το παπαδικό(ν)
(ενν. μέλος) ένα από τα τρία είδη τών διαφόρων μελών τής εκκλησιαστικής μελωδίας
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παπαδικά
η ιερατική στολή, τα ράσα τού παπά, τα παπαδίστικα
5. φρ. α) «παπαδικά μέλη»
(βυζ. μουσ.) τα αργά μαθήματα τής βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται ιδίως στις μονές κατά τις ολονυκτίες και τις πανηγυρικές λειτουργίες
β) «Παπαδική Ανθολογία» — μία από τις τυπικές μορφές βιβλίων-χειρογράφων, που περιέχουν τα αργά μελισματικά έντεχνα μέλη τών ακολουθιών τού Εσπερινού, τού Όρθρου, τής Θείας Λειτουργίας, μαθήματα, καλοφωνικούς ειρμούς, κρατήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παπαδική — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστοί μεγάλοι χειρόγραφοι κώδικες, γραμμένοι με το αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής. Οι κώδικες αυτοί περιέχουν μαθήματα του λεγόμενου παπαδικού μέλους, που ψάλλεται στις ιερές ακολουθίες. Οι αρχαίες Π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”